ἐνιαυσίᾳ

ἐνιαυσίᾳ
ἐνιαυσίᾱͅ , ἐνιαύσιος
of a year
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐνιαυσία — ἐνιαυσίᾱ , ἐνιαύσιος of a year fem nom/voc/acc dual ἐνιαυσίᾱ , ἐνιαύσιος of a year fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαύσια — ἐνιαύσιος of a year neut nom/voc/acc pl ἐνιαύσιος of a year neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσίας — ἐνιαυσίᾱς , ἐνιαύσιος of a year fem acc pl ἐνιαυσίᾱς , ἐνιαύσιος of a year fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσίαν — ἐνιαυσίᾱν , ἐνιαύσιος of a year fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενιαύσιος — α, ο και ενιαύσιος, ο (AM ἐνιαύσιος, ία, ον και ἐνιαύσιος, ον και δωρ. και βοιωτ. τ. ἐνιαύτιος, ία, ον) [ενιαυτός] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος (α. «ενιαύσια φυτά» β. «ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι εαυτήν», Παπαδ. γ. «ἐκεχειρίαν ἐποιήσαντο… …   Dictionary of Greek

  • περιβολή — η, ΝΜΑ [περιβάλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιβάλλω και περιβάλλομαι, περίφραξη, περιτριγύρισμα (α. «η περιβολή τού κτήματος με τοίχο» β. «η περιβολή τού οχυρού με τάφρο») νεοελλ. φρ. α) «περιβολή κρυστάλλου» (ορυκτ.) σύνηθες και… …   Dictionary of Greek

  • πολέμαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος μέτοικος, αδελφός του ρήτορα Λυσία. Καταδικάστηκε από τους 30 τύραννους να πιει το κώνειο για τα δημοκρατικά του φρονήματα. 2. Ευγενής Σπαρτιάτης που σκότωσε το βασιλιά της Σπάρτης Πολύδωρο στα μέσα του 8ου… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”